- γύρωσις
- γύρωσις, ἡ, das rings Umgraben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γύρωση — η (Α γύρωσις) [γυρώ] νεοελλ. 1. σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με γυρωτικά καρφιά 2. εκσκαφή λάκκων γύρω από τα κλήματα για τον αερισμό τού εδάφους αρχ. κατασκευή κύκλου … Dictionary of Greek
γυρώσεως — γῡρώσεω̆ς , γύρωσις making of a fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρωσιν — γύ̱ρωσιν , γύρωσις making of a fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)